- ορειβατικές
- η , ό[ν]1) относящийся к альпинизму, альпинистский; 2) горный;
τό ορειβατικέςό (πυροβολικό) — горная артиллерия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό ορειβατικέςό (πυροβολικό) — горная артиллерия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπνευστήρας — Συσκευή που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπνέει, παρότι απομονώνει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον και παρέχει τον απαιτούμενο αέρα από άλλη οδό. Υπάρχουν δύο τύποι α.: ο α. ανοιχτού κυκλώματος, στον οποίο ο εκπνεόμενος αέρας… … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
Αναπούρνα — Κορυφή (8.078 μ.) των Ιμαλαΐων, στο κεντρικό Νεπάλ, στην οποία πάτησαν πρώτοι οι Γάλλοι Μορίς Ερζόγκ και Λουί Λασενάλ στις 3 Ιουνίου 1950. Η ανάβαση αυτή, που υποβοήθησε τα δύσκολα εγχειρήματα κατάκτησης των Ιμαλαΐων στα χρόνια που ακολούθησαν,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek